ετεροφώτιστος

ετεροφώτιστος
-η, -ο
βλ. ετερόφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο-* + -φωτιστος (< φωτίζω) πρβλ. α-φώτιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ετερόφωτος — η, ο και ετεροφώτιστος, η, ο 1. (για πλανήτες) αυτός που παίρνει φως από άλλο ουράνιο σώμα, αυτός που δεν είναι αυτόφωτος, ο αλλόφωτος 2. αυτός που φωτίζεται διά μέσου άλλου («δωμάτιο ετερόφωτο») 3. (μτφ. για ανθρώπους) αυτός που δέχεται ιδέες ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”